συναισθηματικότητα

συναισθηματικότητα
affectivité

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συναισθηματικότητα — Η ιδιότητα εκείνων που έχουν χαρακτήρα ικανό να δέχεται συναισθήματα και συγκινήσεις. Πολλές ανθρώπινες πράξεις, που μπορεί να φαίνονται απόλυτα λογικές, έχουν ωστόσο συναισθηματικά αίτια: κάθε πράγμα έχει έναν δικό του χαρακτήρα, που εκδηλώνεται …   Dictionary of Greek

  • συναισθηματικότητα — η συναισθηματική διάθεση: Έπεσε θύμα της υπερβολικής συναισθηματικότητάς της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • συναισθηματισμός — ο, Ν 1. υπέρμετρη συναισθηματικότητα 2. ενέργεια συναισθηματικού ατόμου …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Αλεβί, Ιούδας — (Judah Halevy ή Juda ha Levi, 1075 – 1141). Εβραίος φιλόσοφος και θεολόγος, ο μεγαλύτερος εθνικός ποιητής των Εβραίων από τη Διασπορά και μετά. Γεννήθηκε στην Καστίλη της Ισπανίας και σπούδασε στη Λουκένα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Α …   Dictionary of Greek

  • Γκούλμπεργκ, Γιάλμαρ — (Jalmar Gullberg, Μάλμοε 1898 – Στοκχόλμη 1961).Σουηδός ποιητής. Η λυρική του ποίηση πηγάζει από τις ανησυχίες που ήταν διάχυτες στα σουηδικά γράμματα της περιόδου του 1930. Στις πρώτες του συλλογές, Σε μια ξένη πόλη (1929) και Πνευματικές… …   Dictionary of Greek

  • Λόουελ, Έμι Λόρενς — (Amy Lawrence Lowell, Μπρούκλιν Μασαχουσέτης 1874 – 1925). Αμερικανίδα ποιήτρια, βιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Η εκλεπτυσμένη παιδεία της συνετέλεσε στη γρήγορη εξοικείωσή της με τις πιο ζωντανές πνευματικές εμπειρίες της εποχής της, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • συναισθηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συναίσθημα, ο γεμάτος συναισθηματικότητα: Έχει συναισθηματικά προβλήματα. – Τον κατασυγκίνησαν οι συναισθηματικές εκδηλώσεις της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”